μυροβαλάνου

μυροβαλάνου
μυροβάλανος
fem gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πίεσμα — το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πίασμα Α [πιέζω] το αποτέλεσμα τής πίεσης, καθετί που προέρχεται από πίεση, κάθε πεπιεσμένο («πίεσμα μυροβαλάνου» η μάζα τού μυροβαλάνου που απομένει μετά τη σύνθλιψή του, Γαλ.) νεοελλ. μσν. άλλος τύπος τού όρου τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”